- βραδύπλους
- -ουναυτός που πλέει αργά, ο αργοτάξιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -πλους < πλους < πλέω. Η λ. στο ουδ. βραδύπλουν (πλοίον) μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek